- τιθασοτρόφος
- τῐθᾰσοτρόφος, ον,A keeping tame animals, Opp.C.1.354.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιθασοτρόφος — keeping tame animals masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθασοτρόφος — ον, Α αυτός που εκτρέφει εξημερωμένα ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθασός «ήμερος» + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek